Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015

Έχω γονατισει



εχω γονατίσει
με πόδια μαχαιρια
που σχιζουν το υπεδαφος
με ματια ανοιχτα
επηρεασμενα απ τις δινες

εχω γονατισει
μπροστα σε σιδερένια πρόσωπα
πισω απ τις σκιές της επανάληψης
υπέκυψα
στους τριγμούς των άυλων,
φλογισμενους ουρανούς
ανωτερες δυναμεις απο το μεσα μου

εσκυψα
πανω σε μαρμαρινες επιγραφες
κάτω απο νεον επιγραφες
κατω απ το βαρος της ανυπαρξιας μου
κεντησα το δερμα
πληγιασα
αποκαμωμενος απ τα απεραντα
τιποτα

πηρα υπσχεσεις ,διαβεβαιωσεις
πως θα βγαλω κλαδιά
μεγαλύτερα απ το χερι μου
πως οι ριζες θα με ενωσουν

εκτελεσα
τα βηματα και τις προτροπες
στενος και ακοσμος ο τρόπος μου
δε δυναμαι
λυπαμαι
να αφουγκραστω την αναγκη
να επιστρεψω την προσοχη

αποθετω ενα βλεμμα
ερωτικο
στην απυθμενη φυση μου
στη φυση των ειδωλων
στις χαρες που εκσφενδονισα
τις επικρατέστερες
 ήρθε η ωρα
να αποσυνδεθω
γαληνια
να επιπλευσω απεγνωσμενα
να χαθω θαραλλεα
με ενα τρομακτικο θορυβο
απουσιας

καληνυχτα ανθρωποτητα

Έμμετρο


ΠΑΡΑΤΗΡΩ ΚΙ ΑΠΟΧΩΡΩ
ΣΕ ΚΑΘΕ ΜΟΥ ΣΤΕΝΟ
ΓΥΡΝΑΩ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ
ΚΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΖΑΜΙ ΑΔΕΙΑΝΟ
ΔΕ ΒΛΕΠΩ ΠΙΑ ΕΧΘΡΟ
ΔΕ ΔΕΧΟΜΑΙ ΤΗΝ ΠΑΛΗ
ΑΝΑΜΑΣΑΩ ΤΟ ΚΕΝΟ
ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΜΟΥ ΚΑΙΡΟ
ΠΟΥ ΤΡΕΧΕΙ ΤΡΟΜΑΓΜΕΝΟΣ
ΜΗΠΩΣ ΜΕ ΔΕΙ ΝΑ ΛΑΧΤΑΡΩ
ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΕΑΥΤΟ
ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΔΙΩΓΜΕΝΟΣ
ΚΙ ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΗΡΘΕ Η ΣΠΟΥΔΗ
ΣΕ ΚΑΘΕ ΜΟΥ ΚΑΜΠΗ
ΜΟΙΡΑΖΩ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΚΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ ΒΑΡΙΑ
ΜΕ ΚΑΘΕ ΡΟΥΦΗΞΙΑ
ΣΑΝ ΑΠΕΙΡΟΙ ΧΕΙΜΩΝΕΣ
ΚΙ ΟΛΟ ΣΑ ΒΡΕΦΟΣ ΑΠΟΡΩ
ΠΩς ΕΦΤΑΣΑ ΕΔΩ
ΖΥΓΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΛΗΘΗ
ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ ,ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ
ΟΙ ΨΕΥΤΙΚΟΙ ΚΑΗΜΟΙ
ΠΟΥ ΜΕ ΓΥΡΙΖΟΥΝ ΣΠΙΤΙ
ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
ΞΕΧΑΣΤΗΚΑ ΘΑΡΕΙΣ
ΝΑ ΠΛΕΞΩ ΤΗ ΦΩΛΙΑ ΜΟΥ
ΝΑΧΕΙ ΜΙΑ ΒΑΣΗ ΣΤΕΡΕΗ
ΚΑΙ ΕΓΧΡΩΜΟ ΣΑΣΙ
ΣΑ ΛΥΚΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΙΑ ΜΟΥ
ΙΣΩΣ ΑΥΤΗ Η ΕΠΙΛΟΓΗ
ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΙΚΗ
ΚΑΙ ΣΥΝΟΡΑ ΝΑ ΒΑΛΕΙ
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΟ ΔΙΑΦΑΝΟ
ΔΙΑΦΑΝΟΣ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΓΩ
ΔΙΑΦΑΝΟΙ ΚΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ
ΘΑΠΡΕΠΕ ΝΑΧΑ ΜΙΑ ΟΡΜΗ
ΜΙΑ ΕΥΣΧΗΜΗ ΡΟΠΗ
ΣΕ ΜΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
ΝΑ ΦΤΙΑΞΩ ΜΑ ΚΑΙ ΝΑ ΦΤΙΑΧΤΩ
ΝΑ ΑΡΠΑΞΩ ΧΕΡΙ ΣΤΟ ΧΟΡΟ
ΝΑ ΑΓΓΙΞΩ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ
ΘΕΛΩ ΝΑ ΑΠΟΘΗΚΕΥΤΩ
ΣΕ ΧΩΡΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ
ΧΩΡΙΣ ΜΙΑ ΤΑΜΠΕΛΙΤΣΑ
ΝΑ ΨΗΛΑΦΙΣΩ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
ΠΟΥ ΜΟΥ ΔΩΣΕ ΤΟ ΧΤΕΣ
ΚΛΕΙΣΜΕΝΕΣ ΣΤΗ ΒΑΛΙΤΣΑ
ΝΑ ΜΗΝ ΑΙΣΘΑΝΟΜΙΑ ΡΟΕΣ
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΜΑΓΙΚΕΣ
ΠΟΥ ΣΤ ΟΝΕΙΡΟ ΜΕ ΒΓΑΖΟΥΝ
ΝΑ ΛΙΩΣΩ, Ν' ΑΦΟΜΟΙΩΘΩ
ΣΤΟΝ ΕΥΠΕΠΤΟ ΑΥΤΟ ΣΩΡΟ
ΠΟΥ ΜΑΛΛΟΝ ΜΟΥ ΕΤΟΙΜΑΖΟΥΝ

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Παπαρούνες ,με χωρίς




Προχώρησε με δυσκολία .Μπροστά .Επιφυλακτικά. Στο σκοτεινό δρομάκι που ξαφνικά βρέθηκε .Χάθηκε. Τώρα το αντιλήφθηκε .Οι παλμοί άρχισαν ν αυξάνονται .Περιοδικά όμως. Σταμάτησε για λίγο. Κοίταξε πίσω .Ασυναίσθητα ; Καθόλου .Και συ αυτό θα έκανες στη θέση του ,ο κάθε άνθρωπος ,μια κίνηση δεδομένη όταν αισθάνεσαι ότι πλησιάζει ο κίνδυνος. Πισώπλατα .Το χειρότερο του .Μας. Ο αιφνιδιασμός .Δε σ ενοχλεί ,δε σε φοβίζει τόσο ,αυτό που βλέπεις ,όσο το πίσω ,το άγνωστο .Αυτό που θα ’ρθει από πίσω και δε θα το δεις ποτέ ,παρά θα σωριαστείς αιμόφυρτος ,ή απλά κοκαλωμένος γνωρίζοντας πως πλησιάζει αποτρόπαιο .Το τέλος .Το Τέλος και το Πίσω .Τα δύσκολα πράγματα της ζωής .Αυτό που άφησες πίσω ,αυτό που σε κυνηγάει ,αυτό που έκανες .Πιο πολύ, αυτό που δεν έκανες .Όχι ,όχι τα λάθη .Αυτά τα προσπερνάς .Αν δεν είναι λάθη .Τα άλλα .Αυτά που δεν πρόλαβες .Που δεν θα προλάβεις πλέον να κάνεις .Την αδικία αυτή .Όχι ,όχι το ξαφνικό ,το δικό σου .Αυτό που θα σου στερήσει ο άγνωστος .Άδικα .Αδικία .Η πρώτη σκέψη .Η δύναμη που κινεί τον κόσμο .Απ αρχής του .Δε το χωνεύεις ; Δε το χωνεύει ; Αδικία. Μία σκέψη που δε θα κάνεις σχεδόν ποτέ μόνος ατενίζοντας ένα έναστρο ουρανό μια καλοκαιρινή νύχτα ,με τη θάλασσα να παφλάζει λίγο μακριά .Ούτε μια ηλιόλουστη μέρα βαδίζοντας σ ένα λιβάδι με παπαρούνες ,αναζητώντας τη σκιά ενός παχύφυλλου δέντρου .Μόνος .Ανενόχλητος .Εκτός και αν; Εκτός και αν κρύβεσαι από τον εχθρό που σε κυνηγάει ξωπίσω να σε σκοτώσει και του έχεις ξεφύγει .Έχεις μια ευκαιρία να ατενίσεις τον ουρανό ,τον ηλιόλουστο .Άλλες σκέψεις .Η σκέψη η γαλήνια όταν λες «θα θελα να ‘σουν και συ εδώ» και η σκέψη «εύχομαι να μην ήσουν ποτέ εδώ». Γιατί ; Ίσως να είσαι ο βασανιστής που επανέρχεσαι κάθε μια ώρα να επιτελέσεις το έργο σου στη σάρκα μου .Ίσως να είσαι αυτός που με σπρώχνει οδηγώντας με στο εκτελεστικό απόσπασμα .Ο ίδιος ουρανός ,ο ηλιόλουστος και οι ίδιες παπαρούνες. Οι παπαρούνες της φρίκης .
Ο ίδιος έναστρος ουρανός σε μια γαλήνια θάλασσα μόλις έχεις διασωθεί από ένα ναυάγιο, επιπλέοντας στα σκοτεινά νερά ενός απέραντου ωκεανού, παρακαλώντας ,εκλιπαρώντας να είσαι ,να παραμείνεις μόνος ,εκεί πάνω ,χωρίς καμία παρουσία παρείσακτου οργανισμού που θα σε χρησιμοποιήσει για την επιβίωση του ως μεζέ ,προσευχόμενος να περάσει αυτή η νύχτα η έναστρη και να ‘ρθει η αυγή όπου όλα λούζονται στο φως ,ξεκάθαρα ,φαίνονται ,λες και τα ψάρια κοιμούνται τη μέρα .Η σκέψη ενεργοποιείται στον κίνδυνο ,στο φόβο ,στη γαλήνη ,στην ηρεμία .Στη μοναξιά. Και το υπόλοιπο; Αυτό που κάνουμε άσκεπτα ,απερίσκεπτα ,μηχανικά ,μέρα τη μέρα; Έμεινες ποτέ 2 μέρες χωρίς φαί ;Έμεινες χωρίς νερό για μια μέρα κάτω απ τον ήλιο ; Από τυχαίο συμβάν ή από ανάγκη ;Χάθηκες ποτέ σε δρόμους μιας ξένης μεγαλούπολης γνωρίζοντας πως επ’ ουδενί σου επιτρέπεται να χαθείς, σ αυτό το συγκεκριμένο ,για τους κατοίκους της γειτονιάς αυτής ,αφηρημένο, αφιλόξενο και εξαιρετικά επικίνδυνο,για σένα,δρόμο ;     
Και όταν γλιτώσεις; Από το φόβο ,από το περιβάλλον ,από τη στιγμή .Βρεθείς σε ασφαλές ,γνώριμο έδαφος ,με αγαπημένα πρόσωπα να σε περιτριγυρίζουν ,μια ακόμα ,σημαντική ,ασήμαντη μέρα, νύχτα της ζωής σου .Τι κάνεις ;Επιστρέφεις ;Το ξεχνάς .Δεν ξαναπάς ;Πως σε ορίζει μετά; Η αδικία .Η αχαριστία .Η ευγνωμοσύνη .Η απερισκεψία.
.Η αδικία συνεχίζει  .Υφίσταται .Εξυφαίνεται ,εξαπλώνεται ,κυριαρχεί ,σα πλοκάμια άγνωστης προέλευσης εξωγήινου όντος από σκηνή φρίκης στο όριο του φανταστικού και επιστημονικής φαντασίας κινηματογράφου .Είναι όμως αφανής .Κινείται υπόγεια και κατατρώει το μέσα σου .Εσύ είσαι μέρος της ,αυτός ,όλοι μας.
Ζούμε .Εσύ πέρασες τα δύσκολα .Δεν υπάρχει για σένα πλέον.
Υφίστασαι επειδή υφίσταται .Έχεις ότι σου δίνει .Δεν υπάρχει .Δεν φαίνεται .Έξω απ το φως των ματιών .Τώρα .Την ώρα που τρως ,αφοδεύεις ,συνουσιάζεσαι ,χορεύεις ,διασκεδάζεις .Μέχρι την επόμενη φορά .
Το μολυσμένο ρεύμα διαπερνά ,την τηλεόραση ,το στερεοφωνικό ,το βίντεο ,το θερμοσίφωνα ,τον ηλεκτρονικό υπολογιστή .Τα παπούτσια σου ουρλιάζουν ,μικρά στόματα παιδιών κακοποιημένα, πεινασμένα ,εξαθλιωμένα .Οι ίνες απ τα ρούχα σου κουβαλούν όλο το αίμα του κόσμου ,στάζουν αίμα .Αθώων ;Αθώων ; Άμοιρων .Άτυχων .Που έτυχε να βρίσκονται στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Χωρίς όμως την επιλογή του σωστού μέρους και της σωστής στιγμής .Χωρίς επιλογή. Χωρίς .Εσύ ,εγώ, αυτός ,με ,ο άλλος, χωρίς .Με χωρίς ,που λέμε .Μια πίτα ,σουβλάκι, οτιδήποτε τέλος πάντων ,με χωρίς ,κρεμμύδι ,κέτσαπ ,μουστάρδα, με χωρίς κάτι .Δε γίνεται λένε .Δεν υπάρχει «με χωρίς» .Είναι ή με ,ή ,χωρίς.
Είναι « με χωρίς».
«Είμαι χωρίς». Χωρίς πατρίδα ,χωρίς χώρα ,χωρίς μέλλον ,χωρίς σπίτι, χωρίς τροφή ,χωρίς νερό ,χωρίς μάνα ,πατέρα ,αδερφό, αδερφή, χέρι ,πόδι ,μάτι, χωρίς ζωή. Δε το επέλεξα .Ξύπνησα στον κόσμο από μια βόμβα ,έναν πύραυλο καβάλησα, μια σφαίρα κυνήγησα ,μες στα λιβάδια με τις παπαρούνες .Τις κόκκινες .Που εσένα σου θυμίζουν τον έρωτα. Εμένα ίσως ποτέ .Να μη μου θύμιζαν ή θυμίζουν τίποτα .Μπορεί φόβο ,τρόμο ,φρίκη .Μπορεί τίποτα. Μπορεί ο έρωτας να μη μου θυμίζει τίποτα .Μπορεί να μη μου θυμίζει κάτι που δε γνωρίζω ,όπως εσύ δε γνωρίζεις την αδικία .Μέχρι την επόμενη φορά …          

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Ισορροπία



Ας μη μιλήσουμε για μας
Ας μιλάμε πλέον για τα σύννεφα
Για τα χιόνια στα βουνά
Για τη φωτιά και το τσουκάλι
Για την τροφή
που αποζητά τόσο ο κόσμος
Για τα μολυσμένα κύτταρα
και τα μαραμένα νούφαρα στις λίμνες
Όχι άλλο για προσωπικές ανησυχίες
που κάνουν τον καρπό να σαπίζει
Ούτε για μουσικές
που ενώνουν ,που χωρίζουν
Ας μιλήσουμε για το βόμβο του σμήνους
την ανάγκη του που κρέμεται
Τα σιγοψιθυρίσματα  των σκαθαριών
που μας τιμούν μέσα στο χώμα
Τα καλειδοσκόπια της ψευδαίσθησης
ίσως να διαλύσουν
την πανδαισία την υπαρκτή
Ας μιλήσουμε για τα χέρσα χωράφια
και το σπόρο που μάταια κείται
Το νερό της βροχής που θρέφει τους ουρανίσκους
των θηλαστικών
Αυτό που μας αποζητά έχοντας νοηθεί
Ας μιλήσουμε πλέον για μας
Τον ένα με τον άλλο
σειρά κλαδιά
το ψηφιδωτό στο Σύμπαν
τις γκρεμισμένες στέγες ανήλιαγων σπιτιών
από θειάφι και σπέρμα κακό
από κάρβουνο και διαμάντια αστραφτερά
Ας αφήσουμε τα πάθη για μετά
Μετά το τέλος του υπάρχοντος ουρανού
Αυτού που κοιτά νωχελικά ο ερωδιός ζευγαρώνοντας
Ας γυρίσουμε πίσω
στα πρώτα βήματα του νου
εκεί όπου ΄δάκρυζαν από συγκίνηση οι κερασιές
χασκογελούσαν οι αγριόχοιροι
μπρος στις ατέλειωτες ξιφασκίες των μάταιων
χλευάζοντας τις εκρήξεις των σπλάχνων της
οι ρίζες και τα βρύα
βέβαια πως θα επικρατήσουν
πάνω σε κρανία αιματοφορεμένων ασπίδων
σα λιπάσματα αέναα στον πόλεμο της
Και μεις πλάσματα είμαστε
τροφή θα ζητήσουμε κι ας τη στερούν
να μας αρκεί η τροφή και όχι παραπάνω
απ την τροφή του διπλανού
Όταν οι πόρτες θ ανοίξουν
και θα ξεχυθούν οι σωρεύσεις
να καταπνίξουν τους σωρείτες
εμείς θα ξαποσταίνουμε
κάτω απ τη σκιά του παχύφυλλου
θα βουτάμε στις καλαμιές
και θα σας βλέπουμε από ψηλά
Θα σας απλώσουμε το χέρι
και σεις από φόβο τότε
θα συρθείτε ξοπίσω
μέχρι να επέλθει
η Ισορροπία


Άοκνα



Άοκνα  σύννεφα και άοκνες εκτάσεις

εκεί που ζούμε τις μικρές μας παραστάσεις

εκεί που θέλησες στο μέλλον ν ‘αποδράσεις

με μονοπάτια από τσιμέντο και χαρτί



Άοκνες θύμησες και άοκνες προτάσεις

μεθυστικές προσωπικές σου ανατάσεις

άσαρκα άστρα λαμπυρίζουν στις εντάσεις

σε μια τρελή μυσταγωγία της ζωής



Άοκνα ζήτησες το μέλι να κεράσεις

στους γαλαξίες που διπλώνουν να περάσεις

στους μύριους πόθους και μικρές μας αναστάσεις

το χώμα σίδερο , αχάτη φυλακή



Περικοκλάδες ανατέλλουν στις διαβάσεις

σε σπρώχνει η μοίρα τα μικρά να προσπεράσεις

σε κήπους ζωηρούς το αύριο να διαβάσεις

εξημερώνοντας αγρίμια και στρατούς



Η ανθρωπότητα ξεπέρασε το νήμα

εκεί που άλλοτε σε ξέβρασε το κύμα

συμμορφωμένος με την ίδια σου ευθεία

ακολουθώντας τις αρχέγονες κλωστές



Ένα το φως και μπρος στη φύση σου προβάλει

παιδία του ήλιου με στεφάνια στο κεφάλι

οι νικητές από μια κόλαση μεγάλη

αφήνουν πίσω τα σκοτάδια μιας ζωής



που τη σημάδεψαν ανέλπιδες αιτίες

καταστροφές ,ευτελισμοί ,υπεραξίες

ο υπερούσιος τροφός που ξεπροβάλει

υπενθυμίζει τις μεγάλες προσταγές



Να ζεις στα έμβια και ν ‘αγαπάς με βία

Όσα χαρίστηκαν και έχουν ξεχαστεί

Την ακατάπαυστη βουή και τη σοφία

Που ’χουν τα σπλάχνα και οι ρίζες μες στη γη